Όντας τρομερός καλλιτέχνης, είχα αναρτήσει παλιά ένα ποίημα με τίτλο ΔΙΑΘΗΚΗ. Ψάχνοντας να το βρω για να το στείλω σε κάποιον φίλο, ανακάλυψα ότι είχε χαθεί μαζί με κάποια άλλα, και από τα δύο ιστολόγιά μου, δεν ξέρω πως. Είχε επιβιώσει βέβαια αντιγραμμένο (και χωρίς πηγή βέβαια) σε δύο τρία άλλα ιστολόγια. Οπότε το ξανα-αναρτώ. Τι να κάνω; Αντιγράφω αυτούς μου με αντέγραψαν!
Η υστερνή μου θέλησις όταν θα μεγαλώσω
και την οδό την ένδοξο του βίου μου τελειώσω
είναι να με φυτέψουνε μέσα σε μια πλατεία
και να μου κάνουν άγαλμα και άλλα μεγαλεία.
Η μέρα δε η κρίσιμος η της γεννήσεώς μου
να ορισθεί εξ άπαντος επέτειος του κόσμου.
Παράτες και βεγγαλικά, οχήματα, φαντάροι,
οι πόλεις να σκοτώνονται ποια γόνο θα με πάρει,
οι βουλευτές, οι γραμματείς κι οι άλλοι φαρισαίοι
για μένανε να σβήνουνε των αγροτών τα χρέη.
Να πέφτει ο τιμάριθμος, τα κέρδη ν΄ ανεβαίνουν
και οι φτωχοί και άποροι με κρέας να χορταίνουν.
Τρεις κηπουροί με το γκαζόν που θάχω να παλεύουν
να το αφήνουν μπόλικο και να μην το κουρεύουν.
Τριγύρω να χοροπηδούν χορευτικά Ποντίων,
Θρακών, Πελοπονήσιων, Κρητών μα και Κυπρίων.
Παντού οι μικροπωλητές να ψήνουν παϊδάκια,
ο κόσμος δε να πρήζεται με μπύρες και σουβλάκια,
να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα
από τα τόσα έκτροπα μέσα εις την αλάνα.
Να κόβουν βόλτες αλβανοί, μαύροι, ινδοί, αζέροι,
σκύλοι, γατιά, καλόγεροι, ζευγάρια χέρι χέρι
και θίασοι πολυμελείς να παίζουνε κοντά μου
τα έργα τα διάσημα που είναι όλα δικά μου.
Πολύστηλους διθύραμβους να γράφουνε στον τύπο
για μένα που κατήγγειλα κάθε φρικώδη ρύπο,
που ήμουνα αδέκαστος ταγός και δικαστής
που δυστυχώς δεν έβαλα και για πολιτευτής
(γιατί ακαίρως κόπηκε της νιότης μου το άνθος
στα εκατό με πάτησε μ΄ αμάξι κάποιος Μάνθος.
Γίνηκε διαδήλωση τότε για τα τροχαία
έπεσε η κυβέρνηση μα βγήκε άλλη νέα
και έβγαλε διάταγμα (σκληρή διαταγή)
όλοι να υπακούσουνε σ΄ αυτή την προσταγή,
εδιετάχθη το λοιπόν εάν κανείς τολμήσει
άλλον σοφό ωσάν εμέ να πάει να πατήσει
από το κράτος στην στιγμή μία ποινή θα έχει:
του δίνουν πέντε πεθερές ολημερίς να τρέχει).
νάχει παιχνίδια πλαστικά η πιτσιρικαρία
και στην πλατεία νάρχεται και η κουτσή Μαρία,
κάθε σαββατοκύριακο τζάμπα κρασί να δίνεται
όλοι να διασκεδάζουνε και της τρελής να γίνεται
Κι όταν η μέρα πούφυγα θάρχεται η αποφράδα
όλοι να τρώνε πιπεριά καυτή και φασολάδα.
Απ΄ το πολύ αέρισμα το νέφος ν΄ αυγαταίνει
το πλήθος δε να πέρδεται και να μην το χορταίνει.
Τουρίστες απειράριθμοι με όρεξη να μένουν
να προσκυνούν το μνήμα μου, μέσα να μπαινοβγαίνουν
και εις το βάθρο το ψηλό που θάχει τ΄ άγαλμά μου
να έχει ένα τετράστιχο κάτω απ΄ τ΄ όνομά μου:
Της Κρήτης είναι ο ποιητής
ολίγον τι ξεκούτης
κι αν και γεννήθηκε σωστός
εχάζεψε εν τούτοις.
και την οδό την ένδοξο του βίου μου τελειώσω
είναι να με φυτέψουνε μέσα σε μια πλατεία
και να μου κάνουν άγαλμα και άλλα μεγαλεία.
Η μέρα δε η κρίσιμος η της γεννήσεώς μου
να ορισθεί εξ άπαντος επέτειος του κόσμου.
Παράτες και βεγγαλικά, οχήματα, φαντάροι,
οι πόλεις να σκοτώνονται ποια γόνο θα με πάρει,
οι βουλευτές, οι γραμματείς κι οι άλλοι φαρισαίοι
για μένανε να σβήνουνε των αγροτών τα χρέη.
Να πέφτει ο τιμάριθμος, τα κέρδη ν΄ ανεβαίνουν
και οι φτωχοί και άποροι με κρέας να χορταίνουν.
Τρεις κηπουροί με το γκαζόν που θάχω να παλεύουν
να το αφήνουν μπόλικο και να μην το κουρεύουν.
Τριγύρω να χοροπηδούν χορευτικά Ποντίων,
Θρακών, Πελοπονήσιων, Κρητών μα και Κυπρίων.
Παντού οι μικροπωλητές να ψήνουν παϊδάκια,
ο κόσμος δε να πρήζεται με μπύρες και σουβλάκια,
να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα
από τα τόσα έκτροπα μέσα εις την αλάνα.
Να κόβουν βόλτες αλβανοί, μαύροι, ινδοί, αζέροι,
σκύλοι, γατιά, καλόγεροι, ζευγάρια χέρι χέρι
και θίασοι πολυμελείς να παίζουνε κοντά μου
τα έργα τα διάσημα που είναι όλα δικά μου.
Πολύστηλους διθύραμβους να γράφουνε στον τύπο
για μένα που κατήγγειλα κάθε φρικώδη ρύπο,
που ήμουνα αδέκαστος ταγός και δικαστής
που δυστυχώς δεν έβαλα και για πολιτευτής
(γιατί ακαίρως κόπηκε της νιότης μου το άνθος
στα εκατό με πάτησε μ΄ αμάξι κάποιος Μάνθος.
Γίνηκε διαδήλωση τότε για τα τροχαία
έπεσε η κυβέρνηση μα βγήκε άλλη νέα
και έβγαλε διάταγμα (σκληρή διαταγή)
όλοι να υπακούσουνε σ΄ αυτή την προσταγή,
εδιετάχθη το λοιπόν εάν κανείς τολμήσει
άλλον σοφό ωσάν εμέ να πάει να πατήσει
από το κράτος στην στιγμή μία ποινή θα έχει:
του δίνουν πέντε πεθερές ολημερίς να τρέχει).
νάχει παιχνίδια πλαστικά η πιτσιρικαρία
και στην πλατεία νάρχεται και η κουτσή Μαρία,
κάθε σαββατοκύριακο τζάμπα κρασί να δίνεται
όλοι να διασκεδάζουνε και της τρελής να γίνεται
Κι όταν η μέρα πούφυγα θάρχεται η αποφράδα
όλοι να τρώνε πιπεριά καυτή και φασολάδα.
Απ΄ το πολύ αέρισμα το νέφος ν΄ αυγαταίνει
το πλήθος δε να πέρδεται και να μην το χορταίνει.
Τουρίστες απειράριθμοι με όρεξη να μένουν
να προσκυνούν το μνήμα μου, μέσα να μπαινοβγαίνουν
και εις το βάθρο το ψηλό που θάχει τ΄ άγαλμά μου
να έχει ένα τετράστιχο κάτω απ΄ τ΄ όνομά μου:
Της Κρήτης είναι ο ποιητής
ολίγον τι ξεκούτης
κι αν και γεννήθηκε σωστός
εχάζεψε εν τούτοις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου