Γυναῖκες:
Γυναίκα1: Ὤ Θεέ μου, ἔκοψες τά μαλλιά σου! Καλέ πῶς σου πᾶνε; Θαῦμα!
Γυναίκα2: Λές; Ἐγώ δέν ἤμουν τῆς ἴδιας ἄποψης ὅταν τά εἶδα στόν καθρέφτη. Θέλω νά πῶ δέν τά βρίσκεις ὑπερβολικά κατσαρά;
Γυναίκα1: Φυσικά, ὄχι! Εἶναι τέλεια. Κι ἐγώ θά ἤθελα νά τά κόψω σέ αὐτό τό στύλ ἀλλά εἶμαι πολύ στρογγυλοπρόσωπη καί δέ θά μοῦ πηγαίνουν. Μᾶλλον εἶναι καλύτερα νά τ' ἀφήσω ὡς ἔχουν.
Γυναίκα2: Μιλᾶς σοβαρά; Ἐγώ τό πρόσωπό σου τό βρίσκω ἀξιολάτρευτο. Καί θά μποροῦσες χωρίς πρόβλημα νά κάνεις μία ἀπό αὐτές τίς νεανικές κομμώσεις πού εἶναι αὐτή τήν ἐποχή τῆς μόδας. Θά εἶσαι ὑπέροχη! Θα' θελα κι ἐγώ νά τό κάνω ἀλλά φοβᾶμαι ὅτι θά φαίνεται ὁ λαιμός μου.
Γυναίκα1: Μά τί λές χρυσή μου; Ἐγώ πολύ θά ἤθελα νά ἔχω ἕνα λαιμό σάν τόν δικό σου. Καί τί δέ θά 'κανα γιά νά κρύψω τίς ὠμοπλάτες μου.
Γυναίκα2: Καλέ τρελάθηκες; Ξέρω κοπέλες πού θά ἔδιναν ὅ,τι εἶχαν καί δέν εἶχαν γιά ν' ἀποκτήσουν ὠμοπλάτες σάν τίς δικές σου. Κοίτα τί ὡραία ποῦ σου πηγαίνουν ὅλα τά ροῦχα! Κοίτα τά δικά μου χέρια πόσο κοντά εἶναι; Ἄν εἶχα κι ἐγώ λίγο μεγαλύτερες ὠμοπλάτες θά μποροῦσα νά φοράω ὅ,τι ροῦχο γουστάρω.
Γυναίκα1: Μή λές σαχλαμάρες καί μέ κάνεις καί γελάω! Ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνδρες πέφτουν στά πόδια σου! Ἄχ, πέρασε ἡ ὥρα κι ἔχω ἀργήσει, πρέπει νά σ' ἀφήσω, τσάο!
Γυναίκα2: Γειά σου χρυσή μου!
Ἄνδρες:
Ἀνδρας1:Κουρεύτηκες;
Ἀνδρας2: Ναί
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
Γυναίκα1: Ὤ Θεέ μου, ἔκοψες τά μαλλιά σου! Καλέ πῶς σου πᾶνε; Θαῦμα!
Γυναίκα2: Λές; Ἐγώ δέν ἤμουν τῆς ἴδιας ἄποψης ὅταν τά εἶδα στόν καθρέφτη. Θέλω νά πῶ δέν τά βρίσκεις ὑπερβολικά κατσαρά;
Γυναίκα1: Φυσικά, ὄχι! Εἶναι τέλεια. Κι ἐγώ θά ἤθελα νά τά κόψω σέ αὐτό τό στύλ ἀλλά εἶμαι πολύ στρογγυλοπρόσωπη καί δέ θά μοῦ πηγαίνουν. Μᾶλλον εἶναι καλύτερα νά τ' ἀφήσω ὡς ἔχουν.
Γυναίκα2: Μιλᾶς σοβαρά; Ἐγώ τό πρόσωπό σου τό βρίσκω ἀξιολάτρευτο. Καί θά μποροῦσες χωρίς πρόβλημα νά κάνεις μία ἀπό αὐτές τίς νεανικές κομμώσεις πού εἶναι αὐτή τήν ἐποχή τῆς μόδας. Θά εἶσαι ὑπέροχη! Θα' θελα κι ἐγώ νά τό κάνω ἀλλά φοβᾶμαι ὅτι θά φαίνεται ὁ λαιμός μου.
Γυναίκα1: Μά τί λές χρυσή μου; Ἐγώ πολύ θά ἤθελα νά ἔχω ἕνα λαιμό σάν τόν δικό σου. Καί τί δέ θά 'κανα γιά νά κρύψω τίς ὠμοπλάτες μου.
Γυναίκα2: Καλέ τρελάθηκες; Ξέρω κοπέλες πού θά ἔδιναν ὅ,τι εἶχαν καί δέν εἶχαν γιά ν' ἀποκτήσουν ὠμοπλάτες σάν τίς δικές σου. Κοίτα τί ὡραία ποῦ σου πηγαίνουν ὅλα τά ροῦχα! Κοίτα τά δικά μου χέρια πόσο κοντά εἶναι; Ἄν εἶχα κι ἐγώ λίγο μεγαλύτερες ὠμοπλάτες θά μποροῦσα νά φοράω ὅ,τι ροῦχο γουστάρω.
Γυναίκα1: Μή λές σαχλαμάρες καί μέ κάνεις καί γελάω! Ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνδρες πέφτουν στά πόδια σου! Ἄχ, πέρασε ἡ ὥρα κι ἔχω ἀργήσει, πρέπει νά σ' ἀφήσω, τσάο!
Γυναίκα2: Γειά σου χρυσή μου!
Ἄνδρες:
Ἀνδρας1:Κουρεύτηκες;
Ἀνδρας2: Ναί