Ο παπάς -σε μία νεόκτιστη εκκλησία- ήθελε να φτιάξει στον τρούλο τον Μυστικό Δείπνο. Έψαχνε για αγιογράφο, αλλά όλοι ζητούσαν αρκετά χρήματα. Τελικά, ο μόνος που βρήκε να είναι σχετικά φτηνός ήταν ένας ο οποίος είχε το ελάττωμα να πίνει. Προβληματίστηκε για λίγο, αλλά επειδή τα λεφτά ήταν λίγα, αποφασίζει να του αναθέσει το έργο. Αυτός αρχίζει να ζωγραφίζει ενώ κάθε τόσο κατέβαζε και ένα κρασάκι για να τονώσει την έμπνευσή του. Όπως ήταν φυσικό, στο τέλος γίνεται στουπί και τελικά ζωγράφισε τον Ιούδα να ρίχνει ζεϊμπεκιές, τον Ανδρέα να χτυπάει παλαμάκια, τον Ιάκωβο να παίζει μπαγλαμά, τον Ματθαίο να σπάει πιάτα, και τους άλλους να τραγουδάνε όλοι μαζί.
Κάποια στιγμή ο παπάς πηγαίνει να δει την αγιογραφία. Βλέπει όλα αυτά, μένει άναυδος και αρχίζει να φωνάζει στον ζωγράφο: «Πω πω αθεόφοβε, τι είναι αυτά που ζωγράφισες; Δεν ντρέπεσαι λίγο» και άλλα τέτοια.
Και ο αγιογράφος:
- Τι να σου πω, πάτερ... Εγώ όταν τους άφησα εχθές τρώγανε ακόμα…
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
Κάποια στιγμή ο παπάς πηγαίνει να δει την αγιογραφία. Βλέπει όλα αυτά, μένει άναυδος και αρχίζει να φωνάζει στον ζωγράφο: «Πω πω αθεόφοβε, τι είναι αυτά που ζωγράφισες; Δεν ντρέπεσαι λίγο» και άλλα τέτοια.
Και ο αγιογράφος:
- Τι να σου πω, πάτερ... Εγώ όταν τους άφησα εχθές τρώγανε ακόμα…