Πήρα το ερέθισμα από την καταχώρηση του φίλου ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ. Πάντως
είναι κάποιος από εκείνους που με παρακολουθούν. Όταν ξαναπέσω απάνω
στο άρθρο του θα συμπληρώσω το όνομά του. Έκανα μία μικρή έρευνα στο
διαδίκτυο και μάζεψα μερικούς από τους γλωσσοδέτες που κυκλοφορούν και
μου φάνηκαν οι καλύτεροι.
Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στην μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά να φάω τζίτζιρα, μίτζιρα και τζιτζιμιτζιχότζιρα.
Πεινοριγοδιψονυστάζω κι από το πεινοριγοδιψονύσταγμά μου τη μανούλα μου φωνάζω.
Αμπ'δώ τ' θείου μ' τ'Γιάνν'τουν μπλουκό, τρώου τ'θείου μ' τ'Γιάνν' του σφαχτό!
Αλούπος στην πασπάλα πως εβλαπαπουτσοπασπαλοπάτησε;
Από τα ύψη τ’ ουρανού πέφτει τ’ αυγό του γερανού, τσακίζει πέντε μάρμαρα μαρμαρομαυρομάρμαρα.
Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Η κότα μας η δίκωλη, η τρίκωλη, η τετρακοκκινόκωλη, κάνει τ’ αυγά τα δίκωλα τα τρίκωλα τα τετρακοκκινόκωλα, όποιος τα φάει δικωλιάζει, τρικωλιάζει τετρακοκκινοκωλιάζει.
Εφτά βραστά αυγά με την σκαστή βραστή κουτάλα.
Κουτσός και κούτς από κουτσός και κατσιπουκουτσάκος.
Το γυαλί εις το τραπέζι πως γυαλίζει, πως κουμπίζει, πως στραβοκουρδουμπελίζει
Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου, βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες, γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του, να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια,
τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη, να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνιλινοκούκουδα. Κι ήρθε ο λύκος, ο πήλινος, ο δήλινος, ο πιρνολινοκούκουδος να μου φάει την όρνιθα την πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη, που κάνει τα αυγά τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνολινοκούκουδα.
Η συκιά μας η γερτή,η πευκολευκοτσουκλωτή,κάνει τα σύκα τα γερτά, τα πευκολευκοτσουκλωτά.
Βαρέλι, νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδεσε; Ο γιος του νεροβαρελοδέτη με νεροβαρελοβάρεσε, Να ΄χα γω τα σύνεργα, του γιού του νεροβαρελοδετή, καλύτερα θα σε νεροβαρελόδενα.
Της αλεπούς ο νούρλαρος πως δεν εξεκαυκαλοξεκουμποθηλυκαθρώθη;
Της αλεπούς η ουρά εφτά φορές εξεφηκαροκομπομανικοθηλυκώθηκε
Τούτη η στράτα κι΄ άλλη μία, όλο μουλαραχναριά.
Σ' άσπρη πέτρα πάτησα, σε μαύρη εγονάτισα κι ήπια τρία κουτρουλοκούμαρα νερό,
κρύο, ρίγηλο νερό, ρίγηλο, κρύο νερό, κρύο, ρίγηλο νερό.
Είχα μια συκιά ορτή και βερικοκυκλωτή, κι έκανε σύκα ορτά και βερικοκυκλωτά, και πάει ο σκύλος ο ορτός, ο βερικοκυκλωτός, να φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά. Πάω να βρω μια βέργα ορτή και βερικοκυκλωτή, να δείρω το σκύλο τον ορτό, τον βερικοκυκλωτό, μη φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά.
Η μυγδαλιά μου η τσιγδαλιά μου, η μυγδοτσιγδοκοκαλιά μου, κάνει μυγδαλίδια, τσιγδαλίδια, μυγδοτσιγδοκοκαλίδια.
Της αρίδας το λουρί, το αριδολούριδο.
Μια κρανιά κρανόβεργα, κρανολαμπαδόβεργα, ή κρανίζει ή δεν κρανίζει, κρανολαμπαδοβεργίζει.
Εκκλησιά μολυβδωτή, κοντυλωτή, μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή, ποιος σε μολυβδοκοντυλογλυπτοπελέκησε; Ο γιος του μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή.
Αν είχα εγώ τα μολύβια, τα κοντύλια, τα μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκίδια του γιου του μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή, θα σε μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκούσα, καλύτερα από το γιο του μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή.
Η μάννα μου η ασπρογούνα, η μάννα μου η μαυρογούνα, άσπρο μαύρο το γουνί της,
και το παραγούνι της.
Έφαγα και χόρτασα, ζεστά ξερά, σκαστά κουκιά, με τη ζεστή ξερή, σκαστή κουτάλα.
Ο βαρκάρης πούχει βάρκα έκανε βαρκάδα με μια βάρκα. Αλλά έμπασε νερό η βάρκα, και του βράχηκε η βράκα. Με την βάρκα του βρεγμένη, και την βράκα μουσκεμένη, ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχεί, ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί.
Κάτω από την πυθαρόπλακα, την πυθαρόπλακά μας, κάθετε νούμι και νουμί, και νούμι και νουμάκι, πάω να πιάσω το νουμί, και φεύγει το νουμάκι.
Ο Ρουμπής, ο κουμπής, ο ρουμποκομπολογής, πήγε πέρα να ρουμπέψει, να κουμπέψει να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήτες, οι κουμπήτες, οι ρουμποκομπολογήτες, και του κόψαν τα ρουμπιά του, τα κουμπιά του, τα ρομποκομπολογά του. Γιατί Ρουμπή, κουμπή πήγες να ρουμπέψεις, να κουμπέψεις να ρουμποκομπολογέψεις και σε πιάσαν οι ρουμπήτες, οι κουμπήτες, οι ρουμποκομπολογήτες και σου κόψαν τα ρουμπιά σου, τα κουμπιά σου, τα ρουμποκομπολογά σου;
-Έπεσε ο μέρμηγκας κάτω από το παράθυρο και έσπασε τα εντεροπνευματοσυκοτοπαγιδοφλεβαροκοκκαλάκια του.
-Ο ποντικός έπεσε από το παράθυρο κι έσπασε τα τζιγεροφλομιδοπαγιδοκοκκαλάκια του.
-Μια κούπα καπακωτή, μια κούπα ξεκαπάκωτη, μια κούπα καπακωμένη, μια κούπα ξεκαπακωμένη!
-Πήγα στο μιτάτο κι έφαγα στάκα μιτατόστακα με τη μιτατοστακοκουτάλα.
-Τσι καρέκλας το ποδάρι ξεκαρεκλοποδαρόθηκε από την ξεκαρεκλοποδαροθήκητου.
-Νερό λινάρι νερολίναρο νεροκαθαρολίναρο!
-Πίτα σπανακόπιτα σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στην μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά να φάω τζίτζιρα, μίτζιρα και τζιτζιμιτζιχότζιρα.
Πεινοριγοδιψονυστάζω κι από το πεινοριγοδιψονύσταγμά μου τη μανούλα μου φωνάζω.
Αμπ'δώ τ' θείου μ' τ'Γιάνν'τουν μπλουκό, τρώου τ'θείου μ' τ'Γιάνν' του σφαχτό!
Αλούπος στην πασπάλα πως εβλαπαπουτσοπασπαλοπάτησε;
Από τα ύψη τ’ ουρανού πέφτει τ’ αυγό του γερανού, τσακίζει πέντε μάρμαρα μαρμαρομαυρομάρμαρα.
Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Η κότα μας η δίκωλη, η τρίκωλη, η τετρακοκκινόκωλη, κάνει τ’ αυγά τα δίκωλα τα τρίκωλα τα τετρακοκκινόκωλα, όποιος τα φάει δικωλιάζει, τρικωλιάζει τετρακοκκινοκωλιάζει.
Εφτά βραστά αυγά με την σκαστή βραστή κουτάλα.
Κουτσός και κούτς από κουτσός και κατσιπουκουτσάκος.
Το γυαλί εις το τραπέζι πως γυαλίζει, πως κουμπίζει, πως στραβοκουρδουμπελίζει
Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου, βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες, γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του, να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια,
τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
Εβγήκα στην πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη, να μαζέψω τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνιλινοκούκουδα. Κι ήρθε ο λύκος, ο πήλινος, ο δήλινος, ο πιρνολινοκούκουδος να μου φάει την όρνιθα την πήλινη, τη δήλινη, την πιρνολινοκούκουδη, που κάνει τα αυγά τα πήλινα, τα δήλινα, τα πιρνολινοκούκουδα.
Η συκιά μας η γερτή,η πευκολευκοτσουκλωτή,κάνει τα σύκα τα γερτά, τα πευκολευκοτσουκλωτά.
Βαρέλι, νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδεσε; Ο γιος του νεροβαρελοδέτη με νεροβαρελοβάρεσε, Να ΄χα γω τα σύνεργα, του γιού του νεροβαρελοδετή, καλύτερα θα σε νεροβαρελόδενα.
Της αλεπούς ο νούρλαρος πως δεν εξεκαυκαλοξεκουμποθηλυκαθρώθη;
Της αλεπούς η ουρά εφτά φορές εξεφηκαροκομπομανικοθηλυκώθηκε
Τούτη η στράτα κι΄ άλλη μία, όλο μουλαραχναριά.
Σ' άσπρη πέτρα πάτησα, σε μαύρη εγονάτισα κι ήπια τρία κουτρουλοκούμαρα νερό,
κρύο, ρίγηλο νερό, ρίγηλο, κρύο νερό, κρύο, ρίγηλο νερό.
Είχα μια συκιά ορτή και βερικοκυκλωτή, κι έκανε σύκα ορτά και βερικοκυκλωτά, και πάει ο σκύλος ο ορτός, ο βερικοκυκλωτός, να φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά. Πάω να βρω μια βέργα ορτή και βερικοκυκλωτή, να δείρω το σκύλο τον ορτό, τον βερικοκυκλωτό, μη φάει τα σύκα τα ορτά, τα βερικοκυκλωτά.
Η μυγδαλιά μου η τσιγδαλιά μου, η μυγδοτσιγδοκοκαλιά μου, κάνει μυγδαλίδια, τσιγδαλίδια, μυγδοτσιγδοκοκαλίδια.
Της αρίδας το λουρί, το αριδολούριδο.
Μια κρανιά κρανόβεργα, κρανολαμπαδόβεργα, ή κρανίζει ή δεν κρανίζει, κρανολαμπαδοβεργίζει.
Εκκλησιά μολυβδωτή, κοντυλωτή, μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή, ποιος σε μολυβδοκοντυλογλυπτοπελέκησε; Ο γιος του μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή.
Αν είχα εγώ τα μολύβια, τα κοντύλια, τα μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκίδια του γιου του μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή, θα σε μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκούσα, καλύτερα από το γιο του μολυβδοκοντυλογλυπτοπελεκητή.
Η μάννα μου η ασπρογούνα, η μάννα μου η μαυρογούνα, άσπρο μαύρο το γουνί της,
και το παραγούνι της.
Έφαγα και χόρτασα, ζεστά ξερά, σκαστά κουκιά, με τη ζεστή ξερή, σκαστή κουτάλα.
Ο βαρκάρης πούχει βάρκα έκανε βαρκάδα με μια βάρκα. Αλλά έμπασε νερό η βάρκα, και του βράχηκε η βράκα. Με την βάρκα του βρεγμένη, και την βράκα μουσκεμένη, ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχεί, ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί.
Κάτω από την πυθαρόπλακα, την πυθαρόπλακά μας, κάθετε νούμι και νουμί, και νούμι και νουμάκι, πάω να πιάσω το νουμί, και φεύγει το νουμάκι.
Ο Ρουμπής, ο κουμπής, ο ρουμποκομπολογής, πήγε πέρα να ρουμπέψει, να κουμπέψει να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήτες, οι κουμπήτες, οι ρουμποκομπολογήτες, και του κόψαν τα ρουμπιά του, τα κουμπιά του, τα ρομποκομπολογά του. Γιατί Ρουμπή, κουμπή πήγες να ρουμπέψεις, να κουμπέψεις να ρουμποκομπολογέψεις και σε πιάσαν οι ρουμπήτες, οι κουμπήτες, οι ρουμποκομπολογήτες και σου κόψαν τα ρουμπιά σου, τα κουμπιά σου, τα ρουμποκομπολογά σου;
-Έπεσε ο μέρμηγκας κάτω από το παράθυρο και έσπασε τα εντεροπνευματοσυκοτοπαγιδοφλεβαροκοκκαλάκια του.
-Ο ποντικός έπεσε από το παράθυρο κι έσπασε τα τζιγεροφλομιδοπαγιδοκοκκαλάκια του.
-Μια κούπα καπακωτή, μια κούπα ξεκαπάκωτη, μια κούπα καπακωμένη, μια κούπα ξεκαπακωμένη!
-Πήγα στο μιτάτο κι έφαγα στάκα μιτατόστακα με τη μιτατοστακοκουτάλα.
-Τσι καρέκλας το ποδάρι ξεκαρεκλοποδαρόθηκε από την ξεκαρεκλοποδαροθήκητου.
-Νερό λινάρι νερολίναρο νεροκαθαρολίναρο!
-Πίτα σπανακόπιτα σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.