Στίς μία μετά τά μεσάνυχτα μπροστά ἀπό τήν πόρτα ἕνας τύπος φέρνει τήν κοπέλα τοῦ στό σπίτι της. Φτάνοντας ἐκεῖ καί φιλώντας τήν γιά καληνύχτα, νιώθει λίγο ἐρεθισμένος. Γέρνει μέ τό ἕνα χέρι στόν τοῖχο καί τῆς λέει:
-Ἀγάπη μου, θά μοῦ πάρεις μία πίπα;
-Εἶσαι τρελός;! Μπορεῖ νά μᾶς δοῦν οἱ γονεῖς μου!!!
-Μήν κάνεις ἔτσι. Ποιός θά μᾶς δεῖ τέτοια ὥρα;
-Ὄχι, σέ παρακαλῶ. Μπορεῖς νά φανταστεῖς τί ἔχει νά γίνει, ἄν μας πιάσουν;
-Ἄχ, σέ παρακαλῶ, σέ ἀγαπῶ τόσο πολύ!
-Ὄχι καί πάλι ὄχι. Κι ἐγώ σέ ἀγαπῶ, ἀλλά δέν μπορῶ!
-Καί βέβαια μπορεῖς... Σέ παρακαλῶ...
Ξαφνικά ἀνάβει τό φῶς στίς σκάλες καί ἡ μικρότερη ἀδερφή ἐμφανίζεται μέ τίς πυτζάμες νυσταγμένη καί λέει:
-Ὁ μπαμπάς λέει, νά τοῦ πάρεις μία πίπα. Ἄν ὄχι, μπορεῖ νά κατέβει ἡ μαμά νά τό κάνει, ἀλλιῶς μπορῶ νά τό κάνω κι ἐγώ. Στήν ἀνάγκη, λέει ὁ μπαμπάς, θά κατέβει ὁ ἴδιος καί θά τό κάνει. Ἀλλά γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πές στόν ἠλίθιο, νά πάρει τό χέρι του ἀπό τό θυροτηλέφωνο!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
-Ἀγάπη μου, θά μοῦ πάρεις μία πίπα;
-Εἶσαι τρελός;! Μπορεῖ νά μᾶς δοῦν οἱ γονεῖς μου!!!
-Μήν κάνεις ἔτσι. Ποιός θά μᾶς δεῖ τέτοια ὥρα;
-Ὄχι, σέ παρακαλῶ. Μπορεῖς νά φανταστεῖς τί ἔχει νά γίνει, ἄν μας πιάσουν;
-Ἄχ, σέ παρακαλῶ, σέ ἀγαπῶ τόσο πολύ!
-Ὄχι καί πάλι ὄχι. Κι ἐγώ σέ ἀγαπῶ, ἀλλά δέν μπορῶ!
-Καί βέβαια μπορεῖς... Σέ παρακαλῶ...
Ξαφνικά ἀνάβει τό φῶς στίς σκάλες καί ἡ μικρότερη ἀδερφή ἐμφανίζεται μέ τίς πυτζάμες νυσταγμένη καί λέει:
-Ὁ μπαμπάς λέει, νά τοῦ πάρεις μία πίπα. Ἄν ὄχι, μπορεῖ νά κατέβει ἡ μαμά νά τό κάνει, ἀλλιῶς μπορῶ νά τό κάνω κι ἐγώ. Στήν ἀνάγκη, λέει ὁ μπαμπάς, θά κατέβει ὁ ἴδιος καί θά τό κάνει. Ἀλλά γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πές στόν ἠλίθιο, νά πάρει τό χέρι του ἀπό τό θυροτηλέφωνο!