Κάποτε ήταν ένας αγρότης που είχε έναν ταύρο που τον έλεγαν Χατζημπαλάκια. Ήταν πολύ αγαπητός στις αγελάδες. Κάθε πρωί μαζευόντουσαν και φώναζαν εν χορώ:
-Χατζημπαλάκιας, Χατζημπαλάκιας.
Και εκείνος έβγαινε από την στάνη και τις "καλημέριζε" με τον δικό του τρόπο. Ο αγρότης αγανάκτησε με την κατάσταση, γιατί αντί οι αγελάδες να τρώνε και να παχαίνουν είχαν τον νου τους να της καλημερίζει ο Χατζημπαλάκιας. Βάζει λοιπόν ένα μέτρο συρματόπλεγμα και τον κλείνει στον στάβλο. Την άλλη μέρα πάλι οι γελάδες μαζεύτηκαν επευφημώντας, ο Χατζημπαλάκιας πηδάει το σύρμα και κάνει τα γνωστά.
Ο αγρότης βάζει άλλο ένα μέτρο σύρμα αλλά ο Χατζημπαλάκιας το ξαναπηδάει. Ο αγρότης τσαντίζεται και βάζει πέντε μέτρα σύρμα. Οι αγελάδες μαζεύονται φωνάζοντας «Χατζημπαλάκιας, Χατζημπαλάκιας», εκείνος τις ακούει βγαίνει έξω, παίρνει φόρα, τρέχει καταφέρνει μόλις να πηδήσει το σύρμα και κουτρουβαλιάζεται κάτω. Μετά σηκώνεται και λέει στα αγελάδες:
-Κορίτσια από σήμερα θα με φωνάζετε σκέτο Χατζή. Τα μπαλάκια έμειναν εκεί πάνω!