Ένας τεμπέλης πεθαίνει από κούραση. Επειδή υπέφερε πολύ στην ζωή του τον πήγαν στον παράδεισο. Αράζει κάτω από ένα δέντρο αλλά μετά από λίγο εμφανίζεται ο Άγιος Πέτρος καταϊδρωμένος:
-Βρε, του λέει, εδώ καιγόμαστε και εσύ αράζεις; Γρήγορα, πάρε το φτυάρι και φόρτωσε αυτό το φορτηγό με άμμο.
Ο τεμπέλης, με τα χίλια ζόρια φορτώνει το φορτηγό. Έπειτα σέρνεται στο δέντρο για να ξεκουραστεί. Πριν προλάβει να ξαπλώσει εμφανίζεται και πάλι ο Άγιος Πέτρος καταϊδρωμένος:
-Βρε, του λέει, εδώ καιγόμαστε και εσύ αράζεις; Γρήγορα, πάρε το φτυάρι και φόρτωσε αυτό το φορτηγό με χαλίκι.
Για δεύτερη φορά, ο τεμπέλης -αφού φόρτωσε και το δεύτερο φορτηγό- σέρνεται προς το δέντρο του, αλλά και πάλι εμφανίζεται και ο Άγιος Πέτρος καταϊδρωμένος:
-Βρε, του λέει, εδώ καιγόμαστε και εσύ αράζεις; Γρήγορα, φόρτωσε αυτό το φορτηγό με σακιά τσιμέντο.
Απηυδισμένος ο τεμπέλης, μόλις φορτώνει και αυτό το φορτηγό, πηγαίνει στα γραφεία του παραδείσου. Εκεί διαμαρτυρόμενος για την όλη κατάσταση κάνει αίτηση και ζητάει να πάρει μετάθεση για την κόλαση. Ο Άγιος Πέτρος του λέει ότι αφού επιμένει δεν μπορεί να τον εμποδίσει και του υπογράφει την αίτηση. Έτσι, ο τεμπέλης, αφού παίρνει την άδεια, μάζεψε όσες δυνάμεις είχε και άρχισε να κατηφορίζει προς την κόλαση. Τουλάχιστον δεν είχε πολύ κόπο στην κατηφόρα. Στον δρόμο συναντάει κάποιον κολασμένο που ανέβαινε προς τον παράδεισο σπρώχνοντας ένα κάρο γεμάτο με κάρβουνο:
-Γεια σου φίλε, λέει ο κολασμένος, που πάς;
-Στην κόλαση.
-Όχι ρε μεγάλε, λέει αυτός. Ρίχνουμε μπετά αύριο!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
-Βρε, του λέει, εδώ καιγόμαστε και εσύ αράζεις; Γρήγορα, πάρε το φτυάρι και φόρτωσε αυτό το φορτηγό με άμμο.
Ο τεμπέλης, με τα χίλια ζόρια φορτώνει το φορτηγό. Έπειτα σέρνεται στο δέντρο για να ξεκουραστεί. Πριν προλάβει να ξαπλώσει εμφανίζεται και πάλι ο Άγιος Πέτρος καταϊδρωμένος:
-Βρε, του λέει, εδώ καιγόμαστε και εσύ αράζεις; Γρήγορα, πάρε το φτυάρι και φόρτωσε αυτό το φορτηγό με χαλίκι.
Για δεύτερη φορά, ο τεμπέλης -αφού φόρτωσε και το δεύτερο φορτηγό- σέρνεται προς το δέντρο του, αλλά και πάλι εμφανίζεται και ο Άγιος Πέτρος καταϊδρωμένος:
-Βρε, του λέει, εδώ καιγόμαστε και εσύ αράζεις; Γρήγορα, φόρτωσε αυτό το φορτηγό με σακιά τσιμέντο.
Απηυδισμένος ο τεμπέλης, μόλις φορτώνει και αυτό το φορτηγό, πηγαίνει στα γραφεία του παραδείσου. Εκεί διαμαρτυρόμενος για την όλη κατάσταση κάνει αίτηση και ζητάει να πάρει μετάθεση για την κόλαση. Ο Άγιος Πέτρος του λέει ότι αφού επιμένει δεν μπορεί να τον εμποδίσει και του υπογράφει την αίτηση. Έτσι, ο τεμπέλης, αφού παίρνει την άδεια, μάζεψε όσες δυνάμεις είχε και άρχισε να κατηφορίζει προς την κόλαση. Τουλάχιστον δεν είχε πολύ κόπο στην κατηφόρα. Στον δρόμο συναντάει κάποιον κολασμένο που ανέβαινε προς τον παράδεισο σπρώχνοντας ένα κάρο γεμάτο με κάρβουνο:
-Γεια σου φίλε, λέει ο κολασμένος, που πάς;
-Στην κόλαση.
-Όχι ρε μεγάλε, λέει αυτός. Ρίχνουμε μπετά αύριο!