Ἕνας παππούς 97 ἐτῶν πάει σέ ἕναν ἀσφαλιστή.
- Γειά σας, θέλω νά κάνω μία ἀσφάλεια ζωῆς
- Τί λές ρέ παππού, ἀσφάλεια ζωῆς, τρελάθηκες, πόσο εἶσαι;
- 97 ἐτῶν, λέει ὁ παππούς.
Τρελαίνεται ὁ ἀσφαλιστής.
- Μιλᾶς σοβαρά τώρα; Τί νά τήν κάνες;
- Νά, θέλω νά πάω μέ τόν πατέρα μου ἕνα ταξίδι στό ἐξωτερικό καί καλό εἶναι νά εἴμαστε ἀσφαλισμένοι.
- Μέ τόν πατέρα σου; Πόσο εἶναι ἐκεῖνος;
- Ἔ, 125 τόν ἄλλο μήνα.
- Καί τί θά κάνετε στό ἐξωτερικό;
- Πηγαίνουμε νά ἐπισκεφτοῦμε τόν παππού μου.
Ὁ ἀσφαλιστής χτυπάει τό κεφάλι τοῦ στό γραφεῖο.
- Τί λέ ρέ μπάρμπα, μέ κοροϊδεύεις; Πόσο εἶναι ὁ παππούς σου;
- Κλείνει τά 142 σέ μία βδομάδα.
- Καί τί θά κάνετε ἐκεῖ;
- Παντρεύεται καί πᾶμε στόν γάμο!
Ὁ ἀσφαλιστής μένει ἀποσβωλομένος.
- Καί...γιατί παντρεύεται;
-Βλακεῖες, τόν πιέζουν οἱ γονεῖς του!