Πεθαίνει κάποιος καὶ πάει στὸν Παράδεισο. Ἐκεῖ του δίνουν
μία πολυθρόνα ὅπου καθόταν ὅλη τὴν ἡμέρα, κάπνιζε πούρα Ἀβάνας, εἶχε ἕνα
μπουκάλι μὲ τὸ καλύτερο οὐίσκι, φρεσκοψημένους ξηροὺς καρποὺς καὶ μία ὡραία
γυναίκα νὰ τοῦ κάνει παρέα.
Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ζητάει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο νὰ τοῦ
δείξει τὴν Κόλαση.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος τοῦ δίνει μετάθεση γιὰ μία ἡμέρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ
μέρος. Ἐκεῖ βλέπει ἕναν τύπο νὰ κάθεται σὲ μία πολυθρόνα, νὰ καπνίζει ποῦρο, νὰ
ἔχει στὸ τραπέζι ἕνα μπουκάλι μὲ οὐίσκι, ξηροὺς καρποὺς καὶ μία γυναίκα νὰ τοῦ
κάνει παρέα.
-Καλὰ -λέει ἀπορημένος- ποιὰ εἶναι τότε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν
Παράδεισο καὶ στὴν Κόλαση;
-Ασε ρὲ φίλε, ἀπαντάει ὁ κολασμένος. Μὴν κοιτᾶς ποὺ ἔχω ποῦρο.
Εἶναι ὅτι χειρότερη ποιότητα ὑπάρχει. Τὸ οὐίσκι εἶναι μπόμπα. Οἱ ξηροὶ καρποὶ εἶναι
μπαγιάτικοι. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ γυναίκα μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου