Ἕνα
παλιό ρεμπέτικο τραγούδι, γραμμένο ἀπό πρακτικά ἀγράμματους μουσικούς.
Ἀπολαῦστε τόν γρήγορο καί ἄμεσο στίχο (δυστυχῶς χωρίς τήν ἀπίθανη
ἐκτέλεση τῶν ἐπίσης ἀγράμματων μουσικῶν). Τέλος κάνετε μία σύγκριση μέ
τά σημερινά «σουξέ» τοῦ ἑνός στίχου καί τῶν ἑκατό ἐπαναλήψεων τοῦ
ρεφραίν.
Ἡ Μαρίκα ἡ δασκάλα
πώχει σπίτια δυό μεγάλα
τό πρωί στίς ἕξι βγαίνει
καί στήν ἀγορά πηγαίνει.
Τό καλάθι της κρατάει
καί μέ ὄρεξη κοιτάει
νάβρει τρυφερό μοσχάρι
ἤ κανένα φρέσκο ψάρι.
Ἕνας νιός λεβέντης πρώτης
ὁ ψαράς ὁ Παναγιώτης
τήν δασκάλα τήν γνωρίζει
καί τηνε καλημερίζει.
Ἔχω δυό λαβράκια φίνα
πούρθαν τώρ’ ἀπ’ τήν Ραφήνα
πάρε τόνα νά τό βράσεις
μία ψαρόσουπα νά φτιάξεις.
Τό λαβράκι δέν μοῦ κάνει
θέλω ψάρι γιά τηγάνι
κι ἄν δέν ἔβρω παλαμίδα
παίρνω γόπα ἤ μαρίδα.
Κι ἄν δέν ἔβρω τέτοια ψάρια
παίρνω μία ὀκά μπατζάρια
βάζω καί λιγάκι λάδι
καί μασάω καί τό βράδυ.
Ἔτσι κάθε μέρα βγαίνει
κι ὅμως τίποτα δέν παίρνει
ἡ τσιγκούνα ἡ δασκάλα
πώχει σπίτια δυό μεγάλα.
Κάθε τρυφερό τσ’ ἀρέσει
μά φοβᾶται νά ξοδέψει
κι ἔτσι ἀπ’ τήν τσιγκουνιά της
μένει ἄδεια ἡ κοιλιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου