«Καλά νά πάθεις, πού 'θελες καί παντρειές», σκέφτηκα.
Παρηγορήθηκα ὅμως γιατί φανταζόμουνα ὅτι τά παιδιά θά τό θυμόντουσαν. Τά παιδιά ὅμως κατέβηκαν γιά πρωινό καί δέν εἶπαν λέξη. Ὅταν ἔφτασα στό γραφεῖο, ἤμουν τελείως πεσμένος καί ἀπογοητευμένος. Καθώς ἔμπαινα, ἡ γραμματέας μου ἡ Τζάνετ μου εἰπε:
-Καλημέρα κύριε διευθυντά, Εὐτυχισμένα Γενέθλια.
Αἰσθάνθηκα καλύτερα, κάποιος τουλάχιστον μέ θυμήθηκε. Δούλεψα μέχρι τό μεσημέρι. Κάποια στιγμή, ἡ Τζάνετ μου χτύπησε τήν πόρτα καί εἶπε:
-Ξέρετε, ἔξω ἔχει ὑπέροχο καιρό καί μία καί εἶναι τά γενέθλιά σας, τί θά λέγατε νά πηγαίναμε γιά γεῦμα οἱ δυό μας;
-Αὐτό εἶναι ἡ καλλίτερη ἰδέα πού ἄκουσα σήμερα. Πάμε.
Πήγαμε γιά φαγητό. Δέν πήγαμε ἐκεῖ πού τρώγαμε συνήθως ἀλλά σέ ἕνα μικρό ἀπομονωμένο μέρος στήν ἐξοχή. Πήραμε δυό μαρτίνι καί ἀπολαύσαμε φοβερά τό γεῦμα μας. Κατά τήν ἐπιστροφή μου εἶπε,
Πήγαμε γιά φαγητό. Δέν πήγαμε ἐκεῖ πού τρώγαμε συνήθως ἀλλά σέ ἕνα μικρό ἀπομονωμένο μέρος στήν ἐξοχή. Πήραμε δυό μαρτίνι καί ἀπολαύσαμε φοβερά τό γεῦμα μας. Κατά τήν ἐπιστροφή μου εἶπε,
-Μία τόσο ὄμορφη μέρα δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψουμε στό γραφεῖο, ἔτσι;
-Ὑποθέτω πώς ὄχι, ἀπάντησα ἐγώ.
-Πᾶμε στό διαμέρισμά μου, μοῦ εἶπε ἐκείνη.
Φτάνοντας στό διαμέρισμά μου εἴπε:
-Κύριε διευθυντά, ἄν δέν σᾶς πειράζει, θά πάω στό ὑπνοδωμάτιο νά βάλω κάτι πιό ἄνετο. -Βεβαίως, ἀπάντησα ἐνθουσιασμένος.
Πῆγε στό δωμάτιο καί, μετά ἀπό κανένα πεντάλεπτο, βγῆκε κρατώντας μία τούρτα γενεθλίων, ἀκολουθούμενη ἀπό τή γυναίκα μου, τά παιδιά, καί ντουζίνες ὁλόκληρες ἀπό οἰκογενειακούς φίλους. Ὅλοι τραγουδοῦσαν τό τραγουδάκι τῶν γενεθλίων...
Καί ἐγώ καθόμουν ἐκεῖ, στόν καναπέ θεόγυμνος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου